λευκώματος

λευκώματος
λεύκωμα
tablet covered with gypsum
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λευκωματουρία — Η παρουσία πρωτεϊνών (λευκωμάτων) στα ούρα σε μετρήσιμες ποσότητες. Ονομάζεται επίσης και λευκωματινουρία, αλβουμινουρία και πρωτεϊνουρία. Τα φυσιολογικά ούρα περιέχουν ελάχιστη ποσότητα λευκώματος, η οποία δεν μπορεί να υπολογιστεί ποσοτικά με… …   Dictionary of Greek

  • πατρότητα — (Νομ.). Η ιδιότητα εκείνου που δημιούργησε: «η πατρότητα του συγγράμματος» και φυσικά το να είναι κάποιος πατέρας. Η π. πηγάζει είτε από φυσικούς λόγους είτε από τη νομική τάξη. Κατά το ρωμαϊκό δίκαιο δεν αναγνωρίζεται η π. για τα παιδιά που… …   Dictionary of Greek

  • αζωτουρία — η Ιατρ. η αποβολή με τα ούρα αζωτούχων ενώσεων (ουρίας κ.λπ.) σε αυξημένη ποσότητα. Εμφανίζεται σε καταστάσεις με αυξημένη καταστροφή (καταβολισμό) λευκώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < azoturia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άζωτο + ουρία… …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… …   Dictionary of Greek

  • ευαισθητοποίηση — η [ευαισθητοποιώ] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού ευαισθητοποιώ, η όξυνση τών αισθήσεων 2. φρ. «ευαισθητοποίηση τής κοινής γνώμης» ενημέρωση και κινητοποίηση τής κοινής γνώμης ώστε να υπάρξουν αντιδράσεις για ορισμένο ζήτημα 3. βιολ. η… …   Dictionary of Greek

  • τοξολευκωματίνη — η, Ν χημ. είδος τοξικού λευκώματος τού οποίου η πρωτεΐνη προσηλώνεται στην τοξινοφόρα ομάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοξικός «δηλητηριώδης» + λευκωματίνη (πρβλ. και τοξαλβουμίνη)] …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… …   Dictionary of Greek

  • αυτοαντισώματα — Τα αντισώματα που παράγει ένας οργανισμός εναντίον των ίδιων του συστατικών. Φυσιολογικά ο οργανισμός δεν παράγει αντισώματα εναντίον των δικών του λευκωμάτων γιατί τα αναγνωρίζει. Η αυτοαναγνώριση είναι βασικό χαρακτηριστικό του ανοσολογικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”